- ταύρους
- ταύ̱ρους , ταῦροςbullmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ταύρους — Ταῦρος bull masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύρειος — α, ο / ταύρειος, εία, ον, ΝΜΑ, και ταύριος, ον και ταύρεος, έα, ον και ποιητ. τ. θηλ. ταυρείη Α [ταῡρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ταύρο ή προέρχεται από ταύρο, βοδινός, βοϊδήσιος (α. «ταύρειο δέρμα» β. «ταύρεια κέρατα», Σοφ.) μσν. το θηλ … Dictionary of Greek
Ταυροπόλος — Έτσι αποκαλούσαν τη θεά Άρτεμη, είτε επειδή λατρευόταν στην Ταυρική χερσόνησο ή επειδή κυνηγούσε ταύρους. Σε νομίσματα της Ικαρίας και της Αμφίπολης, η θεά εικονιζόταν καθισμένη επάνω σε ταύρους ή σε άρμα που το έσερναν βόδια. Η θεά ονομαζόταν… … Dictionary of Greek
μήδεϊα — I Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, αδελφού της Κίρκης και της Πασιφάης, και της Ωκεανίδας Ιδυίας. Σύμφωνα με κάποια άλλη παράδοση, μητέρα της ήταν η θεά Εκάτη και αδελφή της η Κίρκη. Η Μ., ήδη από τον Πίνδαρο … Dictionary of Greek
ταυροπόλος — Έτσι αποκαλούσαν τη θεά Άρτεμη, είτε επειδή λατρευόταν στην Ταυρική χερσόνησο ή επειδή κυνηγούσε ταύρους. Σε νομίσματα της Ικαρίας και της Αμφίπολης, η θεά εικονιζόταν καθισμένη επάνω σε ταύρους ή σε άρμα που το έσερναν βόδια. Η θεά ονομαζόταν… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Μπενάκειο — Το Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζεται σε μια οικία που χτίστηκε το 1742 και είναι από τα πιο αξιόλογα ιστορικά κτίρια της Καλαμάτας (Παπάζογλου 6). Το κτίριο δωρήθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία από τον Αντώνιο Μπενάκη, ιδρυτή του ομώνυμου… … Dictionary of Greek
CENTAURI — Thelsaliae populi secus Pelion montem habitantes, qui primi equos domare, et er iis pugnare coeperunt: quô factum est, ut a vicinis populis primum conspecti, membra partim humana, partim equina habuisse crederentur. Vide Plin. l. 7. c. 56. De… … Hofmann J. Lexicon universale
HIPPOCENTAURI — monstrosum hominum genus in Thessalia iuxta Pelion montem, anteriore parte (ut poetae fabulantur) hominum, posteriore equorum effigiem referentium. Cui fabulae occasionem ministrasse videtur, quod primi equos domare coeperint, iisque ita apte… … Hofmann J. Lexicon universale
ROSICA Classis — ςτόλος Ῥώςικος vel ὁ τῶ Ῥὼς ςτόλος, apud Cedrenum in Michaele Theophili filio, circa A. C. 850. τὸ δὲ εντὸς Ἐυξείνου καὶ πᾶςαν τὴν ἀυτοῦ παραλίαν ὁ τῶ Ῥὼς ἐπόρθηςε καὶ κατέτρεχε ςτόλος. Ἔθνος δὲ οἱ Ῥὼς Σκυθικὸν πρὸς τὸν Ἀρκτῶον ταῦρον… … Hofmann J. Lexicon universale